- προαφέλκω
- Ατραβώ κάτι πρώτος ή για πρώτη φορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀφέλκω «αποσπώ, σέρνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek